- φαιλονης
- φαιλόνης-ου ὅ NT. v. l. = φαινόλης См. φαινολης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιλόνης — και φελόνης και φελώνης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι, φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ επίδραση τών ονομ. σε όνη, όνιον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. περ όνη, πρι όνιον)] … Dictionary of Greek
φαιλόνης — φαιλόνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιλόνη — και φελόνη, ἡ, Α ο φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιλόνης*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
φαιλόνιο — το / φαιλόνιον, ΝΜΑ, και φαιλόνι και φελόνι Ν, και φελόνιον ΜΑ, και φαιλώνιον και φελώνιον και φαιλόνιν και φελόνιν και ύφελώνιον και φενώλιον και φενόλιον Μ [φαιλόνης] διακριτικό, λειτουργικό άμφιο τών πρεσβυτέρων, κωνοειδής μανδύας χωρίς… … Dictionary of Greek
φαινόλης — και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα… … Dictionary of Greek
φελόνης — ὁ, Α βλ. φαιλόνης … Dictionary of Greek
φελώνης — ὁ, Α βλ. φαιλόνης … Dictionary of Greek